Kαλλιτέχνης: Nίκος Xαραλαµπίδης (γεν.1967)
Eπιµελήτρια: Henry Meyric Hughes
Eπίτροπος: Λούλη Mιχαηλίδου
Bοηθός: Σταυρούλα Aνδρέου
Tίτλος έκθεσης: La Casa Curva
Τη χρονιά αυτή το Υπουργείο εισήγαγε µια καινούργια πολιτική συνεργασίας µε διεθνείς επιµελητές και ο πρώτος που κλήθηκε να αναλάβει αυτό το ρόλο ήταν ο Άγγλος Henry Meyric Hughes. Ο Hughes επέλεξε την πρόταση του Νίκου Χαραλαµπίδη, καλλιτέχνη που ζει και εργάζεται στην Αθήνα, ο οποίος ήταν ανάµεσα στους τέσσερις που εκπροσώποιησαν την Κύπρο το 1997. Ο Χαραλαµπίδης πρότεινε µια σύνθετη εγκατάσταση µε τον γενικό τίτλο La Casa Curva. Επρόκειτο για ένα φανταστικό οικοδόµηµα που λάµβανε τη µορφή εγκαταστάσεων, κολλάζ ή εικονικών περιβάλλοντων µέσα στο περίπτερο. Το έργο αναπτυσσόταν µέσα από σουρεαλιστικές, πολιτικές, κοινωνικές και ιστορικές αφηγήσεις, µε στόχο την άσκηση κριτικής στη δεοντολογία της ηγεµονίας και των σύγχρονων κοινωνιών. Κύρια συνιστώσα αποτελούσε ο ακτιβισµός, το γεφύρωµα του χάσµατος µεταξύ του «ουτοπικού» κόσµου της τέχνης και των πραγµατικών προβληµάτων που απασχολούν τις σηµερινές κοινωνίες. Το βασικό παράδειγµα αυτών των πλασµατικών ζωνών δράσης ήταν το Rumbling Museum – µια προσοµοίωση, µια προφητική κιβωτός όπου η παγκόσµια κρίση θα µπορούσε να υποβληθεί στη λογική της διαπραγµάτευσης, αποφεύγοντας έτσι τη βία και τις στρατιωτικές συγκρούσεις. Στο ίδιο ιδεολογικό πνεύµα, ο καλλιτέχνης είχε «προσκαλέσει» διαπρεπείς πολίτες και διάσηµους καλλιτέχνες να «ασκηθούν» σε αυτό που ονόµασε Social Gym, µε σκοπό να βρουν λύσεις σε πολιτικά αδιέξοδα. Έτσι, ο φανταστικός κόσµος της Τέχνης θα µπορούσε να εµπλουτισθεί µε έµφυτους µηχανισµούς αντίστασης κατά της βίας, που θα υπηρετούσαν το κοινωνικό όραµα του καλλιτέχνη και όλων αυτών που µπορούσαν να το ενστερνισθούν ενεργά. Το έργο ήταν χαρακτηριστικό της πρακτικής του Χαραλαµπίδη να συγχωνεύει το προσωπικό µε το πολιτικό, έναντι χαοτικών αφηγηµατικών παραστάσεων. Από την αρχή της σταδιοδροµίας του, στα µέσα της δεκαετίας του ’80, οι καλλιτεχνικοί προβληµατισµοί του είχαν συνδεθεί άρρηκτα µε το πρόβληµα της Κύπρου, αποτελώντας επαναλαµβανόµενο θέµα που εµφανιζόταν µέσα από αλληγορικό, αντισυµβατικό και αποµυθοποιητικό λόγο. Παροµοίως, το έργο της Βενετίας ήταν γεµάτο αναφορές στην Πράσινη Γραµµή και στον «τοίχο» που χωρίζει τις δύο Κοινότητες της Κύπρου, περιλαµβάνοντας µια καταγραφή της συµβολικής αποκαθήλωσης και µεταφοράς στη Βενετία της τζαµαρίας του διαµερίσµατός του στην Αθήνα. Μετά τα εγκαίνια, µέρος του τεχνικού εξοπλισµού κλάπηκε, ενώ αργότερα, κατά τη διάρκεια των acqua alta (παλίρροιας), ένα από τα δωµάτια πληµµύρισε µε αποτέλεσµα κάποιες από τις εκτυπώσεις και τις εγκαταστάσεις να υποστούν φθορές. Η εγκατάσταση που παρουσιάζεται στην έκθεση αποτελεί µια ακόµα προσαρµογή που αναµειγνύει θέµατα και έννοιες από το πρωτότυπο έργο της Βενετίας.
Fondazione Querini Stampalia, Carlo Scarpa Hall (Campo Santa Maria Formosa)